δυτίσκος

δυτίσκος
ο
μεγάλο κολεόπτερο έντομο τών γλυκών νερών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυτισκίδες — (dytiscidae). Οικογένεια εντόμων που αποτελείται από υδρόβια, σαρκοφάγα έντομα, τα οποία ζουν σε έλη, σε ποταμούς και σε λίμνες. Συνήθως έχουν μακρύ (2 3 εκ.), ελλειπτικό σώμα, με λεία επιφάνεια, σαγόνια σε σχήμα δρεπανιού, ενώ τα πίσω πόδια τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”